- νεόφοιτος
- νεόφοιτος, -ον (Α)1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ομό-φοιτος].
Dictionary of Greek. 2013.